- παππόπατρος
- παππό-πατρος, des Großvaters und Vaters
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
παππόπατρος — ον, Μ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παππού και στον πατέρα ταυτοχρόνως, προγονικός, πατρογονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάππος + πατήρ, πατρός] … Dictionary of Greek
παπποπατρώος — ῴα, ον, Μ παππόπατρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάππος + πατρῷος] … Dictionary of Greek